- μεγαλοδύναμος
- -η, -ο (ΑM μεγαλοδύναμος, -ον)αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, παντοδύναμος, πανίσχυροςνεοελλ.-μσν.(το αρσ. ως κύριο όν.) ο Μεγαλοδύναμοςο Θεός.επίρρ...μεγαλοδυνάμως (Α)με μεγάλη δύναμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + -δύναμος (< δύναμη), πρβλ. αυτο-δύναμος].
Dictionary of Greek. 2013.