μεγαλοδύναμος

μεγαλοδύναμος
-η, -ο (ΑM μεγαλοδύναμος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, παντοδύναμος, πανίσχυρος
νεοελλ.-μσν.
(το αρσ. ως κύριο όν.) ο Μεγαλοδύναμος
ο Θεός.
επίρρ...
μεγαλοδυνάμως (Α)
με μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + -δύναμος (< δύναμη), πρβλ. αυτο-δύναμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοδύναμος — very powerful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαλοδύναμος — ο ο Θεός: Ας μας βοηθήσει ο Μεγαλοδύναμος! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλοδύναμος — η, ο αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, παντοδύναμος: Είναι μεγαλοδύναμος ηγέτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλοδύναμον — μεγαλοδύναμος very powerful masc/fem acc sg μεγαλοδύναμος very powerful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοδυνάμου — μεγαλοδύναμος very powerful masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοδυνάμους — μεγαλοδύναμος very powerful masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοδυνάμων — μεγαλοδύναμος very powerful masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοδυνάμῳ — μεγαλοδύναμος very powerful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοδύναμε — μεγαλοδύναμος very powerful masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοδύναμοι — μεγαλοδύναμος very powerful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”